ἐναυσάμενος

ἐναυσάμενος
ἐναῡσάμενος , ἐν-αὔω 2
cry out
aor part mid masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εναύω — (I) ἐναύω (Α) δίνω φωτιά, επιτρέπω σε κάποιον ν ανάψει φωτιά («οὔτε οἱ πῡρ οὐδείς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο», Ηρόδ.) 2. μέσ. α) παίρνω φωτιά, ανάβω, δέχομαι φλόγα («οὔ φασι δεῑν ἀπό ἑτέρου πυρός ἐναύεσθαι», Πλούτ.) β) μτφ. παίρνω κάτι με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”